- λιντσάρω
- λιντσάρω, λιντσάρισα βλ. πίν. 55——————Σημειώσεις:λιντσάρω : σπάνια η παθητική φωνή (λιντσάρομαι).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιντσάρω — και λυντσάρω θανατώνω με λιντσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Lynch, όν. Αμερικανού δικαστή ο οποίος πρώτος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή] … Dictionary of Greek
λιντσάρω — λιντσάρισα (λ. αγγλ.), φονεύω κάποιον επειδή τον θεωρώ ένοχο χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη: Το πλήθος ασυγκράτητο λιντσάρισε το δολοφόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιντσάρισμα — και λυντσάρισμα, το [λιντσάρω] τρόπος άμεσης εκτέλεσης ατόμου από εξαγριωμένο πλήθος, χωρίς προηγούμενη νόμιμη διαδικασία, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ από τον δικαστή Τζ. Λυντς … Dictionary of Greek
λυντσάρω — βλ. λιντσάρω … Dictionary of Greek